φιλόπατρις
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, but acc. A φιλόπατριν Plb.1.14.4, AP7.235 (Diod.Tars.), Plu.Cleom. 10, Luc.Peregr.15, etc.:—loving one's country, patriotic, Plb. l.c., AP l. c., Cic.Att.9.10.5, Plu.Fab.12, etc.; freq. as honorary title, SIG804.12 (Cos, i A. D.), etc.; φιλοπάτριδας (acc. pl.) καὶ φιλοπάτορας Sardis 7 (1).No.41*.10, etc.; τὸ φιλόπατρι, = φιλοπατρία, Plu.2.119c.
German (Pape)
[Seite 1283] ιδος, das Vaterland liebend; φιλόπατριν Pol. 1, 14, 4; Diod. ep. 11 (VII, 235); Cic. Att. 9, 10.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἀλλὰ αἰτ. φῐλόπατριν Πολύβ. 1. 14, 4, Λουκ. Περεγρ. 15, κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, Πολύβ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Παλ. 7. 235, Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 10, Πλούτ., κλπ. ― τὸ φιλόπατρι = φιλοπατρία, ὁ αὐτ. 2. 119C. Πρβλ. φιλόπολις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 173.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
acc. ιν;
qui aime son pays ; τὸ φιλόπατρι l’amour de son pays.
Étymologie: φίλος, πατρίς.
Greek Monolingual
-ι, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την πατρίδα του, πατριώτης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπατρι
η φιλοπατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πατρις (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. φυγό-πατρις].
Greek Monotonic
φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. φιλόπατριν, αυτός που αγαπά την πατρίδα του, σε Πολύβ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόπατρις: ιδος adj. (acc. φιλόπατριν) любящий свое отечество Polyb., Plut., Luc., Anth.