φοιβαστικός

From LSJ
Revision as of 15:13, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβαστικός Medium diacritics: φοιβαστικός Low diacritics: φοιβαστικός Capitals: ΦΟΙΒΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phoibastikós Transliteration B: phoibastikos Transliteration C: foivastikos Beta Code: foibastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A like inspiration, enthusiastic, Longin.13.2, Ptol.Tetr.159: c. gen., φ. ἐμμέτρων χρησμῶν uttering oracles in verse, Plu.Rom.21.

German (Pape)

[Seite 1295] zur Begeisterung gehörig, wahrsagend, Longin. und Sp., φοιβαστικὴν ἐμμέτρων χρησμῶν, d. i. in Versen Orakel ertheilend, Plut. Rom. 20.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβαστικός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ τοῦ Φοίβου ἐμπνεόμενος, μαντευτικός, ἐνθουσιώδης, Λογγῖν. 13. 2· μετὰ γεν., φ. χρησμῶν, προφέρων χρησμούς, χρησμοδοτῶν, Πλουτ. Ρωμ. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prononce en prophétisant, gén..
Étymologie: φοιβάς.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φοιβάζω
1. αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, προφητικός
2. φρ. «φοιβαστικὸς χρησμῶν» — αυτός που χρησμοδοτεί (Πλούτ.).

Greek Monotonic

φοιβαστικός: -ή, -όν, (φοιβάζω), προφητικός· με γεν., φοιβαστικὸς χρῆσμων, εκφέρω μαντείες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φοιβαστικός: прорицающий, пророческий: φ. χρησμῶν Plut. дающий прорицания.

Middle Liddell

φοιβαστικός, ή, όν φοιβάζω
prophetic: c. gen., φ. χρησμῶν uttering oracles, Plut.