φυσιογνωμονία

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνωμονία Medium diacritics: φυσιογνωμονία Low diacritics: φυσιογνωμονία Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΟΝΙΑ
Transliteration A: physiognōmonía Transliteration B: physiognōmonia Transliteration C: fysiognomonia Beta Code: fusiognwmoni/a

English (LSJ)

ἡ, A the science or art of judging a man by his features, physiognomy, Hp.Epid.2.5 tit., Arist.Phgn.806a19.

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, die Wissenschaft, einen Menschen nach seiner Natur oder Bildung, bes. seinen Gesichtszügen zu beurtheilen, Arist. physiogn. 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνωμονία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ κρίνειν τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῶν ἐξωτερικῶν αὐτοῦ γνωρισμάτων, ὁπόσοι τὴν ἰατρικὴν ἀσκέοντες φυσιογνωμονίης ἀμοιρέουσι Ἱπποκρ. παρὰ Γαλην. τ. 19, σ. 530, 5, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 2· ― ἡμαρτημένως δὲ φέρεται φυσιογνωμία ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 764.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φυσιογνωμονῶ
η ικανότητα ή η τέχνη του να κρίνει κανείς έναν άνθρωπο από τη φυσική του κατασκευή και, κυρίως, βάσει τών εξωτερικών του γνωρισμάτων.

Russian (Dvoretsky)

φῠσιογνωμονία:физиогномония, определение внутренних свойств по внешним признакам Arst.