ψυχρολουσία

From LSJ
Revision as of 16:24, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρολουσία Medium diacritics: ψυχρολουσία Low diacritics: ψυχρολουσία Capitals: ΨΥΧΡΟΛΟΥΣΙΑ
Transliteration A: psychrolousía Transliteration B: psychrolousia Transliteration C: psychrolousia Beta Code: yuxrolousi/a

English (LSJ)

ἡ, A a bathing in cold water, Hp.Mul.2.110, Thphr. Sud.16: pl., D.C.53.30, Sor.1.56.

German (Pape)

[Seite 1405] ἡ, das Baden in kaltem Wasser; Theophr.; plur., D. C. 53, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρολουσία: ἡ, τὸ λούεσθαι ἐν ψυχρῷ ὕδατι, Ἱππ. 638, Θεοφρ. περὶ Ὀσμῶν 16· ἐν τῷ πληθ., Δίων Κάσσ. 53. 30.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ψυχρολούτης
λούσιμο με κρύο νερό, ιδίως για θεραπευτικούς λόγους
νεοελλ.
μτφ.
1. κατευνασμός ενθουσιασμού, διάψευση ελπίδων, απογοήτευση
2. επίπληξη, κατσάδα.