διάτροπος

From LSJ
Revision as of 10:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτροπος Medium diacritics: διάτροπος Low diacritics: διάτροπος Capitals: ΔΙΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: diátropos Transliteration B: diatropos Transliteration C: diatropos Beta Code: dia/tropos

English (LSJ)

ον, A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.

Greek (Liddell-Scott)

διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.

Spanish (DGE)

-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).

Greek Monolingual

διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.

Greek Monotonic

διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.

Middle Liddell

διά-τροπος, ον adj
various in dispositions, Eur.