θυελλόπους
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, A storm-footed, storm-swift, Nonn.D. 37.441.
German (Pape)
[Seite 1221] οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.
Greek (Liddell-Scott)
θυελλόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς θύελλα, θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441.
Greek Monolingual
θυελλόπους, -οδος ὁ (Α)
αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πους (< πους), πρβλ. εξάπους, πολύπους].