καθαρτής
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι… κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν… περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. καθαρτήρ.
Greek Monolingual
ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) καθαίρω
αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.
Greek Monotonic
κᾰθαρτής: -ου, ὁ (καθαίρω), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το μίασμα, εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαρτής: οῦ ὁ
1) очиститель, производящий очистку (ποταμῶν Plut.);
2) освободитель, избавитель (δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι Plat.);
3) очиститель (от грехов), искупитель (τῆς χώρας Arph.): σοῦ ἔρχομαι κ. Soph. прихожу, чтобы очистить тебя от проклятия.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαρτής -οῦ, ὁ [καθαίρω] ritueel reiniger:. σοῦ γὰρ ἔρχομαι... καθαρτής ik ben gekomen om u te reinigen van bezoedeling Soph. El. 70; δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθαρτὴν αὐτὸν εἶναι dat hij de meningen over de ziel zou zuiveren Plat. Sph. 231e.
Middle Liddell
κᾰθαρτής, οῦ, καθαίρω
a cleanser from guilt or defilement, purifier, Soph., Ar., etc.