κακορρέκτης

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρέκτης Medium diacritics: κακορρέκτης Low diacritics: κακορρέκτης Capitals: ΚΑΚΟΡΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: kakorréktēs Transliteration B: kakorrektēs Transliteration C: kakorrektis Beta Code: kakorre/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥέζω) A evil-doer, A.R.3.595.

Greek Monolingual

κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)
αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβήςκακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο-ρρέκτης].