καλόπους

From LSJ
Revision as of 07:35, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱλόπους Medium diacritics: καλόπους Low diacritics: καλόπους Capitals: ΚΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kalópous Transliteration B: kalopous Transliteration C: kalopous Beta Code: kalo/pous

English (LSJ)

ὁ, A v. καλάπους.
κᾰλό-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with beautiful feet, Suid.: but

German (Pape)

[Seite 1313] ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp. schönfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλόπους: ὁ, ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. καλάπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ) :
forme en bois pour fabriquer des chaussures.
Étymologie: κᾶλον, πούς.

Greek Monolingual

(I)
καλόπους, -ουν (Α)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύπους, ωκύπους].
(II)
καλόπους και καλάπους, -οδος, ὁ (Α)
καλαπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς. Για τη διατήρηση της λ. σε άλλες γλώσσες βλ. λ. καλαπόδι].

Russian (Dvoretsky)

κᾱλόπους: ποδος ὁ κᾶλον сапожная колодка Plat.