κατάγγελτος

From LSJ
Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγγελτος Medium diacritics: κατάγγελτος Low diacritics: κατάγγελτος Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: katángeltos Transliteration B: katangeltos Transliteration C: kataggeltos Beta Code: kata/ggeltos

English (LSJ)

ον, A denounced, betrayed, κ. γίγνεσθαί τινι Th.7.48, cf. D.C.Fr.11.14.

German (Pape)

[Seite 1341] angekündigt, verrathen, τινἰ γίγνεσθαι Thuc. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, προδεδομένος, κ. γίγνεσθαί τινι Θουκ. 7. 48, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
annoncé, dénoncé.
Étymologie: καταγγέλλω.

Greek Monolingual

κατάγγελτος, -ον (Α) καταγγέλομαι
αυτός εναντίον του οποίου έγινε καταγγελία
(«τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

κατάγγελτος: -ον, κατηγγελμένος, φανερωμένος, προδομένος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατάγγελτος: объявленный, известный (κατάγγελτόν τινι γίγνεσθαι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγγελτος -ον [καταγγέλλω] verraden, verklikt:. σφᾶς... τοῖς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι dat aan de vijand verraden zou worden dat zij... Thuc. 7.48.1.

Middle Liddell

κατάγγελτος, ον [from καταγγέλλω
denounced, betrayed, Thuc.