κατασφίγγω

From LSJ
Revision as of 11:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασφίγγω Medium diacritics: κατασφίγγω Low diacritics: κατασφίγγω Capitals: ΚΑΤΑΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: katasphíngō Transliteration B: katasphingō Transliteration C: katasfiggo Beta Code: katasfi/ggw

English (LSJ)

A bind tightly, Plu.2.983d:—Pass., J.AJ3.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

κατασφίγγω: μέλλ. -γξω, σφίγγω στενῶς, τὰ ἠρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Πλούτ. 2. 983D· ποδήρης χιτὼν… χειρῖδας περὶ τοῖς βραχίοσι κατεσφιγμένος, δηλ. κατεσφιγμένας ἔχων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

serrer fortement.
Étymologie: κατά, σφίγγω.

Greek Monolingual

κατασφίγγω (AM)
μσν.
1. σφίγγω καλά, δυνατά
2. περισφίγγω, περικυκλώνω
3. καταπιέζω, εξαναγκάζω
αρχ.
σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενάποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.).

Russian (Dvoretsky)

κατασφίγγω: сжимать, скреплять (τι Plut.).