μετριασμός

From LSJ
Revision as of 17:40, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριασμός Medium diacritics: μετριασμός Low diacritics: μετριασμός Capitals: ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: metriasmós Transliteration B: metriasmos Transliteration C: metriasmos Beta Code: metriasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A jesting, κατὰ μετριασμόν in jest, Suid. s.v. ἀκρισία.

German (Pape)

[Seite 162] ὁ, die Mäßigung, Mittelmäßigkeit, Suid. v. ἀκρισία.

Greek (Liddell-Scott)

μετριασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. ἀκρισία.

Greek Monolingual

ο (Α μετριασμός) μετριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετριάζω η ελάττωση της οξύτητας ή της έντασης, περιστολή, περιορισμόςμετριασμός της ποινής»)
νεοελλ.
μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση
αρχ.
χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό.