ξυνεείκοσι
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Ep. for συνείκοσι, A twenty together, Od.14.98.
German (Pape)
[Seite 282] ep. = συνείκοσι, zwanzig zugleich, zusammen, Od. 14, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠνεείκοσι: Ἐπικ. ἀντὶ συνείκοσι, εἴκοσιν ὁμοῦ, Ὀδ. Ξ. 98.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεείκοσι.
English (Autenrieth)
twenty (men) together, Od. 14.98†.
twenty together, Od. 14.98†.
Greek Monolingual
ξυνεείκοσι (Α)
βλ. συνείκοσι.
Greek Monotonic
ξῠνεείκοσι: Επικ. αντί συν-είκοσι, είκοσι μαζί, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ξυνεείκοσι: adv. двадцать вместе: ξ. φωτῶν Hom. двадцать человек вместе взятых.