ἐκπροχέω

From LSJ
Revision as of 13:43, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροχέω Medium diacritics: ἐκπροχέω Low diacritics: εκπροχέω Capitals: ΕΚΠΡΟΧΕΩ
Transliteration A: ekprochéō Transliteration B: ekprocheō Transliteration C: ekprocheo Beta Code: e)kproxe/w

English (LSJ)

A pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.); πλοκάμους ib.22 (Simm.); ὄσσων δάκρυον IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.

French (Bailly abrégé)

épancher, répandre.
Étymologie: ἐκ, προχέω.

Spanish (DGE)

1 derramar c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέων IUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν AP 7.201 (Pamph.).

Greek Monolingual

ἐκπροχέω (Α)
1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)
2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)
3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).

Greek Monotonic

ἐκπροχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπροχέω:
1) досл. разливать, перен. раскидывать (χλοεροὺς πλοκάμους Anth.);
2) распевать (ἁδεῖαν ἰαχάν Anth.).

Middle Liddell

fut. -χεῶ
to pour forth, Anth.