ἐρωτοπλάνος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A beguiling love, φθόγγος AP7.195 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1041] von der Liebe ableitend, die Liebe täuschend, φθόγγος, Mel. 112 (VII, 195).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτοπλάνος: -ον, ὁ πλανῶν, ἐξαπατῶν τὸν ἔρωτα, φθόγγος Ἀνθ. Π. 7. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe l’amour.
Étymologie: ἔρως, πλάνη.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐρωτοπλάνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που παρασύρει με ψεύτικες ερωτικές εκδηλώσεις
2. αυτός που παρασύρει σε ερωτική ακολασία
αρχ.
αυτός που εξαπατά το ερωτικό πάθος, που το κάνει να ξεχνιέται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλάνος < πλανώ].
Greek Monotonic
ἐρωτοπλάνος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποσπά με απάτη τον έρωτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτοπλάνος: (ᾰ) заставляющий забыть о любви (φθόγγος Anth.).
Middle Liddell
ἐρωτο-πλᾰ́νος, ον
beguiling love, Anth.