ἁλατίζω

From LSJ
Revision as of 23:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλατίζω Medium diacritics: ἁλατίζω Low diacritics: αλατίζω Capitals: ΑΛΑΤΙΖΩ
Transliteration A: halatízō Transliteration B: halatizō Transliteration C: alatizo Beta Code: a(lati/zw

English (LSJ)

A sprinkle with salt, [Gal.]14.576, Anon. in Rh.14.2.30 (Pass.).

Spanish (DGE)

salar Gal.14.576, Anon.in Rh.142.30.

Greek Monolingual

(Α ἀλατίζω)
πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό
νεοελλ.
1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω
2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα
3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά
4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω αλύπητα, σκληρά, μέχρι θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλατισιά, αλάτισμα, αλατισμένος, αλατιστός].