ευλάβεια

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) ευλαβής
1. το ήθος και ο τρόπος του ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ.
β. «ἐκανε μ' ευλάβεια το σταυρό του»)
2. ο φόβος, το δέος προς τον θεό («ἐν εὐλαβείᾳ προσκυνήσω σοι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», Κύριλλ.)
μσν.-αρχ.
1. (γενικά) σεβασμός, ευσέβεια
2. ο φόβος
3. ως προσφώνηση φιλοφρονητική προς ιερωμένους («παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. διάκριση, προσοχή, πρόβλεψη (α. «ἐσῴζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν» — θα θυμόταν την προσοχή, Σοφ.
β. «ἐπ' εὐλαβείᾳ» — χάριν προσοχής, Πλάτ.)
2. αποφυγή, διαφυγή («εὐλάβειαι πληγῶν», Πλάτ.)
3. θρησκευτική προσοχή, ηθικός φραγμός
4. προσεκτική χρήση κάποιου πράγματος
5. (με κακή σημ.) α) φιλυποψία
β) δειλία, ατολμία
5. θρησκεία, πίστη, θρησκευτική ζωή.