ταυρόπους
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. σῆμα, ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds de taureau.
Étymologie: ταῦρος, πούς.
Greek Monolingual
-ουν, Α
(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πούς, ποδός (πρβλ. ἐλαφό-πους)].
Greek Monotonic
ταυρόπους: ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, αυτός που έχει πόδια ταύρου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ταυρόπους: 2, gen. ποδος с ногами быка (σῆμα Eur.).
Middle Liddell
ταυρό-πους,
bull-footed, Eur.