οὐλόκρανος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον, A = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind.6.9.
German (Pape)
[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind. 6.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόκρᾱνος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Ἀρρ. Ἰνδ. 6.
Greek Monolingual
οὐλὁκρανος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού»].