τύ
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
τυ, A v. σύ.
German (Pape)
[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.
Greek (Liddell-Scott)
τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σύ.
English (Slater)
τύ v. σύ.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. εσύ.
(II)
Α
βοιωτ. τ. ονομ. πληθ. αρσ. αρθμ., αντί οἱ.
(III)
Α
βοιωτ. τ. δοτ. εν. αρσ. αρθμ. αντί τῷ.
Greek Monotonic
τύ:I. Δωρ. ονομ. αντί σύ.
II. Δωρ. αιτ. αντί σέ.
Russian (Dvoretsky)
τύ: дор. = σύ; дор. энкл. = σέ (acc. к σύ).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύ Aeol. Dor. voor σύ.