ὁμόκληρος

From LSJ
Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκληρος Medium diacritics: ὁμόκληρος Low diacritics: ομόκληρος Capitals: ΟΜΟΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: homóklēros Transliteration B: homoklēros Transliteration C: omokliros Beta Code: o(mo/klhros

English (LSJ)

Dor. ὁμό-κλᾱρος, ον, A having an equal share; especially of an inheritance, coheir, Pi.O.2.49, N.9.5.

German (Pape)

[Seite 337] von gleichem Loose, gleichem Antheil, bes. an einer Erbschaft, Mitbesitzer, ἀδελφεός, Pind. Ol. 2, 54, vgl. N. 9, 5, wo Latona, Artemis u. Apollo so genannt werden.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ον· ὁ ἔχων ἴσον μερίδιον· κυρίως ἐπὶ κληρονομίας, συγκληρονόμος, Λατ. consors, Πινδ. Ο. 2. 89, Ν. 9. 11.

Greek Monolingual

ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία
2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κλῆρος (πρβλ. πολύ-κληρος)].

Greek Monotonic

ὁμόκληρος: Δωρ. -κλᾱρος, ὁ, αυτός που έχει ίσο μερίδιο μιας κληρονομιάς, συγκληρονόμος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὁμό-κληρος, δοριξ ὁμό-κλᾱρος, ὁ,
one who has an equal share of an inheritance, a coheir, Pind.