μήνα
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (Slater)
μήνα
1 moon διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.20)
Greek Monolingual
(Μ μήνα) (ερωτηματικό μόριο) μήπως, μη τυχόν («γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα, μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μήνα προέρχεται από συνεκφορά τών μορίων μή και νά. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από το μήν αναλογικά με επιρρήματα σε -α].
Russian (Dvoretsky)
μήνα: ἡ дор. = μήνη.