νεφέλα

From LSJ
Revision as of 08:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

English (Slater)

νεφέλα (-ας, -ᾳ, -αν.)
   1 cloud ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. Ζεύς) (O. 7.49) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων ἄιδρις ἀνήρ (sc. Ἰξίων) (P. 2.36) χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.11) met., of sleep, κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of carnage, παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ τοῦ Ἄρεος νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag. ]νεφελα Πα. 12e. 2.

Russian (Dvoretsky)

νεφέλα: ἡ дор. = νεφέλη.