παρμόνιμος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
πάρμονος, poet. for παρα-.
German (Pape)
[Seite 524] poet. statt παραμόνιμος, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. ἀντὶ παραμ-.
French (Bailly abrégé)
poét. c. παραμόνιμος.
English (Slater)
παρμόνῐμος
1 abiding by c. dat. οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν pr. (P. 7.20)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παραμόνιμος.
Greek Monotonic
παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. αντί παραμ-.
Russian (Dvoretsky)
παρμόνιμος: 2, реже 3 дор. = παραμόνιμος.
Middle Liddell
poet. for παραμ]