φιλόξενος
English (LSJ)
poet. φιλόξεινος, ον:—loving strangers, hospitable, Od.6.121, 8.576, al., Pi.O.3.1, N.1.20, X.HG6.1.3, 1 Ep.Ti.3.2, etc.; παθεῖν φιλόξενον ἔργον to meet with an act of hospitality, Pi.I.2.24; τὸ εἶναι φ. Arist.VV1250b34, cf. 1251b35; φιλόξεν' ἐστὶν (sc. τὰ δώματα) Αἰγίσθου διαί A.Ch.656: Sup. φιλοξενώτατος Id.Fr.196, Cratin.1.2; φιλοξενέστατος E.Fr.879. Adv. φιλοξένως Isoc.4.41.
German (Pape)
[Seite 1283] ion. u. poet. φιλόξεινος, auch 3 Endgn, Pors. Eur. Med. 822, Gäste, Fremde liebend, sie liebreich aufnehmend, bewirthend, gastfreundlich; Hom. in der Od., immer in der poet. Form; Aesch. Ch. 645 Suppl. 904; Eur. Alc. 812 u. öfter; Ar. Vesp. 82; Isocr. 4, 41 u. sonst; superlat., Cratin. bei Plut. Cim. 10. – Adv., Arist. de virt. bei Stob. Floril. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόξενος: ποιητικ. -ξεινος, ον· ― ὁ φιλῶν τοὺς ξένους, ὁ φιλοξενῶν αὐτούς, Ὀδ. Ζ. 121. Θ. 576, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ), Πινδ. Ο. 3. 1, Ν. 1. 30, κλπ.· παθεῖν φιλόξενον ἔργον, φιλοξενηθῆναι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 2. 36· τὸ εἶναι φ. Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 5. 5., 8. 3· ― παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 656, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα φιλόξεν’ ἐστὶν (ἐξυπακ. τὰ δώματα) Αἰγίσθου διαι (οὕτως) ἡ πιθανὴ γραφὴ εἶναι: Αἰγίσθου βίᾳ. ― Ὑπερθετ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 198· σὺν ἀνδρὶ θείῳ καὶ φιλοξενωτάτῳ Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1. ― Ἐπίρρ. -νως, Ἰσοκρ. 48D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les étrangers, qui pratique l’hospitalité, hospitalier;
Sp. φιλοξενώτατος.
Étymologie: φίλος, ξένος.
English (Slater)
φῐλόξενος, φιλόξεινος
1 hospitabel Τυνδαρίδαις φιλοξείνοις (O. 3.1) ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου (N. 1.20) παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον act of friendship (I. 2.24)
English (Strong)
from φίλος and ξένος; fond of guests, i.e. hospitable: given to (lover of, use) hospitality.
English (Thayer)
φιλόξενον (φίλος and ξένος), from Homer down, hospitable, generous to guests (given to hospitality): 1 Peter 4:9.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόξενος, -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλόξεινος Α
1. αυτός που του αρέσει να φιλοξενεί, να υποδέχεται και να περιποιείται τους ξένους στο σπίτι ή στον τόπο του
2. (γενικά) αυτός που αγαπά τους ξένους
αρχ.
φρ. «πάσχω φιλόξενον ἔργον» — φιλοξενούμαι (Πίνδ.).
επίρρ...
φιλοξένως ΝΑ, και φιλόξενα Ν
κατά τρόπο φιλόξενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ξένος].
Greek Monotonic
φῐλόξενος: ποιητ. -ξεινος, -ον, αυτός που αγαπά τους ξένους, φιλόξενος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· παθεῖν φιλόξενον ἔργον, μου φέρθηκαν φιλόξενα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόξενος: эп. φιλόξεινος 2 гостеприимный, радушный (βρωτοί Hom.; τὰ δώματα, τοὔπος Aesch.; τράπεζα Plut.): φιλόξενον ἔργον Pind. гостеприимство, радушный прием.
Middle Liddell
φῐλό-ξενος, ποετ. -ξεινος, ον,
loving strangers, hospitable, Od., Aesch.; παθεῖν φιλόξενον ἔργον to meet with an act of hospitality, Pind.
Chinese
原文音譯:filÒxenoj 非羅-克些挪士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:喜愛-寄宿(者)
字義溯源:愛心待客的,款待,樂意待客,樂意接待;由(φίλος)=親愛*)與(ξένος)*=外人)組成
出現次數:總共(3);提前(1);多(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 款待(1) 彼前4:9;
2) 樂意待客(1) 多1:8;
3) 樂意接待(1) 提前3:2