εξωνούμαι

From LSJ
Revision as of 11:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

German (Pape)

[Seite 891] (s. ὠνέομαι), aus-, abkaufen, Aesch. 3, 66; χρήμασι τοὺς κινδύνους Lys. 24, 17; ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arist. pol. 5, 11; von Gefangenen, Oec. 2, 33; ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων μὴ ἀπαχθῆναι, daß er nicht abgeführt würde, Luc. mort. Peregr. 9. – Das act. findet sich in Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωνέομαι: Ἀποθ., ἐξαγοράζω, ἀπολυτρώνω, μετὰ γεν. ἢ δοτ. τοῦ διδομένου πρὸς ἀπολύτρωσιν, χρημάτων ἐξεωνοῦντο τοὺς σηνειλημμένους Ἀριστ. Οἰκ. 2, 33· οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους Λυσ. 24. 17· τὰς δοκούσας ἀτιμίας ἐξωνεῖσθαι μείζοσι τιμαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 29· εἶτα μειράκιόν τι διαφθείρας... τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων τοῦ παιδός... μὴ ἐπὶ τὸν ἁρμοστὴν ἀπαχθῆναι τῆς Ἀσίας Λουκ. περὶ Περεγρ. Τελευτ. 9. 2) καθόλου, ἀγοράζω, Ἡρόδ. 1. 196· ὁ ἐξωνούμενος, ὁ ἀγοραστής, Αἰσχίν. 63. 7· - διαφθείρω διὰ χρημάτων, «ἀγοράζω», ὡς λέγομεν νῦν, δωροδοκῶ, Παυσ. 4. 17. - Πρβλ. ἐκπρίασθαι.

Greek Monolingual

(AM ἐξωνοῦμαι, ἐξωνέομαι)
εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα
αρχ.-μσν.
1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)
2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].

French (Bailly abrégé)

ἐξωνοῦμαι;
1 acheter : ὁ ἐξωνούμενος ESCHN l’acheteur, l’acquéreur;
2 racheter : χρήμασι τοὺς κινδύνους LYS se soustraire aux périls à prix d'argent ; παρά τινος μή avec l’inf. obtenir de qqn à prix d'argent qu’on ne….
Étymologie: ἐξ, ὠνέομαι.

Greek Monotonic

ἐξωνέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εξαγοράζω, απολυτρώνω· γενικά, αγοράζω, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξωνέομαι:
1) покупать, приобретать (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.): ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. покупатель, приобретатель;
2) выкупать (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.): χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. откупиться деньгами от опасностей;
3) искупать (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.).

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to buy off, redeem:—generally, to buy, Hdt., Aeschin.