λυσιτόκος

From LSJ
Revision as of 18:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτόκος Medium diacritics: λυσιτόκος Low diacritics: λυσιτόκος Capitals: ΛΥΣΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: lysitókos Transliteration B: lysitokos Transliteration C: lysitokos Beta Code: lusito/kos

English (LSJ)

ον, A loosing the pains of child-birth, θέαινα Nonn.D.41.166. II Pass. λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτόκος: -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, θέαινα Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128.

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
dont le petit ou dont l’œuf est sorti OPP C. 3.128.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσιτόκος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες του τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουροτόκος, πρωτοτόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].