ἀνανήχομαι

From LSJ
Revision as of 18:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανήχομαι Medium diacritics: ἀνανήχομαι Low diacritics: ανανήχομαι Capitals: ΑΝΑΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: ananḗchomai Transliteration B: ananēchomai Transliteration C: ananichomai Beta Code: a)nanh/xomai

English (LSJ)

A = ἀνανέω, swim, Arist.Resp.475b1 (s. v.l.); rise to the surface, Plu 2.985b: metaph., revive, recover, Ael.NA8.4; ὥσπερ ἐκ κλύδωνος Ph.1.260; ἐκ νόσου λοιμώδους Paus.7.17.1. 2 swim up-stream, Opp.H.1.120:—Act. form ἀνανήξας· διαπλεύσας, Hsch.; cf. ἀνήξεις· κολυμβήσεις (fort. ἀννήξεις· ἀνακ.), Id.

German (Pape)

[Seite 199] = ἀνανέω, Opp. H. 1, 119; ἀνανηξάμενοι Plut. sol. an. 36; act., Orac. Sibyll.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανήχομαι: ἀποθ., = ἀνανέω, ἐπιπλέω, ἐν τοῖς ὑγροῖς πολὺν χρόνον ἀνανήχεται τὰ ἔντομα τῶν ζῴων Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 9. 8, Πλούτ. 2. 985B: ― μεταφ., ἀναλαμβάνω, ἀνακτῶμαι τὴν ὑγείαν μου, ἐκ νόσου λοιμώδους ἀν. Παυσ. 7. 17, 2.

French (Bailly abrégé)

revenir sur l’eau, surnager.
Étymologie: ἀνά, νήχομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. ἀνανήξας Hsch.]
I 1nadar río arriba ἐκ δ' ἁλὸς ἐς προχοὰς Opp.H.1.120.
2 subir a la superficie δελφῖνες Plu.2.985b
fig. recobrarse ἐκ κλύδωνος Ph.1.260, ἀπὸ νόσου Paus.7.17.2, cf. Ael.NA 8.4.
II nadar Arist.Iuu.475b1.

Greek Monolingual

ἀνανήχομαι (Α)
1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού
2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνανήχομαι: выплывать на поверхность (ἐν τοῖς ὑγροῖς Arst.; δελφῖνες ἀνανηξάμενοι Plut.).