ὑπερθύριον

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθύριον Medium diacritics: ὑπερθύριον Low diacritics: υπερθύριον Capitals: ΥΠΕΡΘΥΡΙΟΝ
Transliteration A: hyperthýrion Transliteration B: hyperthyrion Transliteration C: yperthyrion Beta Code: u(perqu/rion

English (LSJ)

[θῠ], τό, (θύρα) A lintel of a door or gate, Od.7.90; ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Hes.Sc.271:—in Prose, ὑπέρθῠρον, τό, Hdt.1.179, IG12.372.201, 42(1).103 B97 (Epid., iv B. C.), 11(2).145.19 (Delos, iv/iii B. C.), Inscr.Délos 442 B70 (ii B. C.), J.BJ5.5.3, Plu.2.684a, etc.; also in Parm.1.12, Herod.2.65 (pl.). II Lat. hyperthyrum, frieze over the lintel, Vitr.4.6.2.

German (Pape)

[Seite 1197] τό, der Balken, der die Thüröffnung oberwärts schließt, im Ggstz gegen οὐδός, die Oberschwelle; Od. 7, 90; Hes. Sc. 271.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθύριον: [ῠ], τό, (θύρα) ἡ ἄνω φλιὰ θύρας ἢ πύλης, Λατ. superliminare (Plin.), ἀργύρεον δ’ ἐφ’ ὑπερθύριον, «τὸ ὑπερκείμενον ταῖς θύραις, εἰς ὃ οἱ ἄνω στρόφιγγες ἐναρμόζονται» (Σχόλ.) Ὀδ. Η. 90· ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 271· - παρὰ πεζολόγοις ὑπέρθῠρον, τό, Ἡρόδ. 1. 179, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 93, Πλούτ. 2. 684Α, κλπ.· οὕτω καὶ παρὰ Παρμεν. 12 Kaist. ΙΙ. παρὰ τῷ Βιτρουβ. 4. 6. hyperthyrum εἶναι τὸ ὑπὲρ τὴν θύραν γεῖσον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pierre ou poutre transversale au-dessus d’une porte, linteau.
Étymologie: ὑπέρθυρος.

English (Autenrieth)

(θύρη): linted of a door, opp. οὐδός, Od. 7.90†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].

Greek Monotonic

ὑπερθύριον: [ῠ], τό (θύρα), πρέκι (οριζόντιο ξύλο ή πέτρα στην κορυφή παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. superliminare, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθύριον: τό Hom., Hes. = ὑπέρθυρον.

Middle Liddell

ὑ˘περ-θύριον, ου, τό, θύρα
the lintel of a door or gate, Lat. superliminare, Od., Hes.