ισχύω

From LSJ
Revision as of 12:28, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχύω) ισχύς
1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα»)
2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον»)
3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια»)
(νεοελλ.-μσν.)
έχω τη δύναμη, έχω τη δυνατότητα, μπορώ
μσν.
είμαι επαρκής («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῦ»)
(μσν.-αρχ.)
1. είμαι ισχυρός στο σώμα, δυνατός, ρωμαλέος («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)
2. επιβάλλομαι, επικρατώ, νικώ («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾱς», Πανάρ.)
αρχ.
1. συνέρχομαι από την ασθένεια, αναλαμβάνω δυνάμεις, αναρρωννύω