περίορθρον
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
German (Pape)
[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
point du jour.
Étymologie: περί, ὄρθρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.
Russian (Dvoretsky)
περίορθρον: τό рассвет Thuc.
English (Woodhouse)
(see also: περίορθρος) time just before daybreak