χρυσοφαής

From LSJ
Revision as of 10:45, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφᾰής Medium diacritics: χρυσοφαής Low diacritics: χρυσοφαής Capitals: ΧΡΥΣΟΦΑΗΣ
Transliteration A: chrysophaḗs Transliteration B: chrysophaēs Transliteration C: chrysofais Beta Code: xrusofah/s

English (LSJ)

ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φάος.

Spanish

radiante como el oro

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο-φαής].

Greek Monotonic

χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφᾰής:
1) сияющий золотом (ἥλιος Eur.; στέφανος Anth.);
2) златокрылый или лучезарный (Ἔρως Eur.).

Middle Liddell

χρῡσο-φαής, ές φάος
with golden light, Eur.