συνδιάσκεψη

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

η /συνδιάσκεψις, -έψεως, ΝΜ συνδιασκέπτομαι
η πράξη του διασκέπτομαι, σύσκεψη
νεοελλ.
1. το σύνολο τών προσώπων που διασκέπτονται («η συνδιάσκεψη δεν έλαβε καμιά απόφαση»)
2. αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό σώμα ιδίως πολιτικού σχηματισμού («συγκλήθηκε έκτακτη συνδιάσκεψη του κόμματος»)
3. διεθν. δίκ. α) συνέλευση πληρεξουσίων αντιπροσώπων κρατών οι οποίοι συνέρχονται σε ορισμένο τόπο και χρόνο για εξέταση και διευθέτηση ενός ή περισσότερων θεμάτων κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος
β) η από κοινού διάσκεψη κυβερνητικών αντιπροσώπων για την προπαρασκευή συνθήκης και την υποβολή της για επικύρωση στα αντιπροσωπευόμενα κράτη, αλλ. συνέδριο
4. φρ. «συνδιάσκεψη κορυφής» — διάσκεψη αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.

Greek Monolingual

η /συνδιάσκεψις, -έψεως, ΝΜ συνδιασκέπτομαι
η πράξη του διασκέπτομαι, σύσκεψη
νεοελλ.
1. το σύνολο τών προσώπων που διασκέπτονται («η συνδιάσκεψη δεν έλαβε καμιά απόφαση»)
2. αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό σώμα ιδίως πολιτικού σχηματισμού («συγκλήθηκε έκτακτη συνδιάσκεψη του κόμματος»)
3. διεθν. δίκ. α) συνέλευση πληρεξουσίων αντιπροσώπων κρατών οι οποίοι συνέρχονται σε ορισμένο τόπο και χρόνο για εξέταση και διευθέτηση ενός ή περισσότερων θεμάτων κοινού ή διεθνούς ενδιαφέροντος
β) η από κοινού διάσκεψη κυβερνητικών αντιπροσώπων για την προπαρασκευή συνθήκης και την υποβολή της για επικύρωση στα αντιπροσωπευόμενα κράτη, αλλ. συνέδριο
4. φρ. «συνδιάσκεψη κορυφής» — διάσκεψη αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων.