οπιπεύω

From LSJ
Revision as of 09:40, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α)
1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.)
2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω
3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῖσιν ὀπιπευθεῑσαι ἔπεσσιν», Μαν.)
4. προσβλέπω με φόβο («τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας», Ομ. Ιλ.)
5. μέσ. ὀπιπεύομαι
έχω τον νου μου, αγρυπνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπιπεύω αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. ὀπῑπή, το οποίο απαντά ως β' συνθετικό στη λ. παρθεν-οπῖπα (πρβλ. και τη γλώσσα του Ησύχ. ὀπίπα
ἐξαπατᾷ, ἀπατέων ἤἀπατῶν). Ο τ. ὀπ-ῑπ-ή, κατά μία άποψη, εμφανίζει τη ρίζα okw- «βλέπω», με διπλασιασμό (πρβλ. οπ-ωπ-ή), ενώ το -- μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο φωνήεν του αρχ. ινδ. īksate «βλέπει». Σύμφωνα με άλλη άποψη, τέλος, η λ. ανάγεται σε τ. opi-ә3kw, σύνθ. με το προρρηματικό ὀπι- (βλ. λ. όπισθεν) και με τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας okw- «βλέπω» (βλ. λ. όπωπα)].