διαπόνημα

From LSJ
Revision as of 12:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπόνημα Medium diacritics: διαπόνημα Low diacritics: διαπόνημα Capitals: ΔΙΑΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: diapónēma Transliteration B: diaponēma Transliteration C: diaponima Beta Code: diapo/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d. II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.

Greek Monotonic

διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.

Russian (Dvoretsky)

διαπόνημα: ατος τό
1) труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2) упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).

Middle Liddell

διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.