δυσέξοδος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, A hard to get out of, Arist.Pol.1330b26, Lyc.1099, Paus.2.31.1: metaph., ἐρώτησις Luc.Fug.10. 2 hard to remedy, Hp.Epid.4.30.
German (Pape)
[Seite 679] von schwierigem Ausgang; Hippocr.; τινί, Arist. Polit. 7, 11; Sp., wie Lycophr. 1099.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέξοδος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6. 2) δυσίατος, δυσθεράπευτος, Ἱππ. 1133.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l'issue est difficile;
2 dont l'issue est funeste HPC (maladie).
Étymologie: δυσ-, ἔξοδος.
Spanish (DGE)
-ον
1 del que es difícil salir, que hace difícil la salida c. dat. de pers. (πύργος) δ. δὲ καὶ τοῖς μετὰ ἀδείας βαδίζουσιν I.BI 7.293, sin rég. πορθμός Plu.2.981a, πράγματα ἀμήχανα καὶ δυσέξοδα Eun.Hist.18.6.41, en metáf. τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους ... βρόχου ref. al vestido sin costuras que causó la muerte a Agamenón, Lyc.1099
•fig. de difícil respuesta ἐρωτήσεις Luc.Fug.10
•subst. τό τε ἐκ τοῦ λαβυρίνθου δυσέξοδον la difícil salida del laberinto Paus.2.31.1, τὰ δυσέξοδα los lugares de difícil salida Paus.4.18.6
•difícil de atravesar, inaccesible τόπος ... ποταμοὺς ἔχων καὶ χαράδρας δυσεξόδους D.S.19.26, cf. Aristid.Or.49.20.
2 difícil de remediar medic. τοῖσι δὲ πολλοῖσι δυσέξοδον τοῦτο de síntomas de enfermedades, Hp.Epid.4.30.
Greek Monolingual
δυσέξοδος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολία
αρχ.
δυσθεράπευτος.
Greek Monotonic
δυσέξοδος: -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
δυσέξοδος: Arst. = δυσεξίτητος.
Middle Liddell
δυσ-έξοδος, ον
hard to get out of, Arist.