δυσαυλία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, ill or hard lodging, A.Ag.555 (pl.), Ph.1.195 (pl.).
German (Pape)
[Seite 676] schlechtes Wohnen unter freiem Himmel; Aesch. Ag. 541; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαυλία: ἡ, κακή, δύσκολος, δυσάρεστος οἴκησις ἐν ὑπαίθρῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 555, Φίλων 1. 195.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
séjour pénible en plein air.
Étymologie: δύσαυλος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
incómoda noche al raso, mal alojamiento μόχθους ... καὶ δυσαυλίας A.A.555, cf. Fr.78c.7, Ph.1.195.
Greek Monolingual
δυσαυλία, η (Α)
δύσκολη εγκατάσταση στο ύπαιθρο.
Greek Monotonic
δυσαυλία: ἡ, κακή ή δυσάρεστη, δύσκολη στέγαση, κακό κατάλυμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δυσαυλία: ἡ отсутствие крова, бесприютность (μόχθοι καὶ δυσαυλίαι Aesch.).
Middle Liddell
δυσαυλία, ἡ,
ill or hard lodging, Aesch. [from δύσαυλος