βοτρυχώδης

From LSJ
Revision as of 09:28, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠχώδης Medium diacritics: βοτρυχώδης Low diacritics: βοτρυχώδης Capitals: ΒΟΤΡΥΧΩΔΗΣ
Transliteration A: botrychṓdēs Transliteration B: botrychōdēs Transliteration C: votrychodis Beta Code: botruxw/dhs

English (LSJ)

ες, restored metri gr. for βοστρυχώδης, E.Ph.1485 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυχώδης: -ες, = βοστρυχώδης, Εὐρ. Φοιν. 1485, ἔνθα ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
c. βοστρυχώδης.
Étymologie: βότρυχος, -ωδης.

Spanish (DGE)

(βοτρῠχώδης) -ες
cubierto de bucles παρηΐς β. E.Ph.1485 (βοστρ- cód.), cf. βότρυχος.

Greek Monolingual

βοτρυχώδης, -ες (Α) βότρυχος
βοστρυχώδης, σγουρός.

Greek Monotonic

βοτρῠχώδης: -ες (εἶδος), μπουκλωτός, κατσαρός, σγουρός, ελικοειδής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυχώδης: обрамленный кудрями (παρηΐς Eur. - v.l. βοτρυώδης).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυχώδης -ες βότρυχος, εἶδος met krullen versierd. Eur. Phoen. 1485 (lyr.).

Middle Liddell

[from βότρυχος εἶδος
like curls, curly, Eur.