βοτρυχώδης
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ες, restored metri gr. for βοστρυχώδης, E.Ph.1485 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βοτρυχώδης: -ες, = βοστρυχώδης, Εὐρ. Φοιν. 1485, ἔνθα ἴδε Δινδ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. βοστρυχώδης.
Étymologie: βότρυχος, -ωδης.
Spanish (DGE)
(βοτρῠχώδης) -ες
cubierto de bucles παρηΐς β. E.Ph.1485 (βοστρ- cód.), cf. βότρυχος.
Greek Monolingual
βοτρυχώδης, -ες (Α) βότρυχος
βοστρυχώδης, σγουρός.
Greek Monotonic
βοτρῠχώδης: -ες (εἶδος), μπουκλωτός, κατσαρός, σγουρός, ελικοειδής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βοτρυχώδης: обрамленный кудрями (παρηΐς Eur. - v.l. βοτρυώδης).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοτρυχώδης -ες βότρυχος, εἶδος met krullen versierd. Eur. Phoen. 1485 (lyr.).