βοηθήσιμος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ον, curable, Thphr.HP9.16.7.
German (Pape)
[Seite 451] dem zu helfen ist, Ggstz ἀβοήθητος. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ θεραπεύσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 7.
Spanish (DGE)
-ον
que puede curar, curativo de un fármaco, Thphr.HP 9.16.7.
Greek Monolingual
βοηθήσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βοηθήσει.