ἀμετάγνωστος
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ον, unalterable, implacable, μῖσος J. AJ 16.10.1.
not to be repented of, ἡδονή Max.Tyr. 1.4.
German (Pape)
[Seite 122] nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάγνωστος: -ον, ἀμετάβλητος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, μῖσος Ἰωσήπ. Α. Ι. 1510.1. Περὶ οὗ δὲν λαμβάνει τις ἀφορμὴν νὰ μετανοήσῃ, ἡδονὴ Μάξ. Τίρ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [pero -όν Fronto 1.276]
1 inmutable Poll.6.116, Gloss.2.84.
2 de sentimientos negativos implacable μῖσος I.AI 16.308
•del placer que no produce arrepentimiento, que no pesa ἡδονή Max.Tyr.30.4
•subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento τοῖς δὲ μικροῖς δώροις τό τε συνεχὲς πρόσεστιν καὶ τὸ ἀμεταγνωστόν para los regalos pequeños existe la continuidad y la falta de arrepentimiento Fronto 1.276.
Greek Monolingual
ἀμετάγνωστος, -ον (Α) μεταγιγνώσκω
αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, άκαμπτος
2. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.