ἀπολωτίζω
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
= ἀπανθίζω, pluck off flowers: generally, pluck off, κόμας E.IA792; ἀ. νέους cut off the young, Id.Supp.449.
German (Pape)
[Seite 314] Blüthen abpflücken, Eur. Suppl. 465; übh. wegnehmen, κόμας I. A. 793.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολωτίζω: ἀπανθίζω, ἀποδρέπω, συλλέγω ἄνθη: καθόλου, ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· ἀποτέμνω, ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.
French (Bailly abrégé)
déflorer ; arracher en gén.
Étymologie: ἀπό, λωτίζω.
Spanish (DGE)
tronchar como si de flores se tratase κόμας E.IA 792, νέους E.Supp.449.
Greek Monolingual
ἀπολωτίζω (Α) λωτίζω
1. κόβω τα άνθη ενός φυτού
2. κόβω, τέμνω.
Greek Monotonic
ἀπολωτίζω: μέλ. -σω, δρέπω, μαζεύω άνθη· γενικά, δρέπω, αποσπώ, αποσπώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολωτίζω: досл. срывать цветы, перен. отторгать, похищать (τινὰ πατρίδος Eur.).
Middle Liddell
to pluck off flowers: generally, to pluck off, cut off, Eur.