ἀποσυρίζω

From LSJ
Revision as of 10:48, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσῡρίζω Medium diacritics: ἀποσυρίζω Low diacritics: αποσυρίζω Capitals: ΑΠΟΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: aposyrízō Transliteration B: aposyrizō Transliteration C: aposyrizo Beta Code: a)posuri/zw

English (LSJ)

whistle aloud for want of thought, or to show indifference, μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280:—Pass., sound like whistling, Luc. VH2.5.

German (Pape)

[Seite 328] (συρίζω), auspfeifen, μάκρ' ἀποσ., laut pfeifen, H. h. Merc. 280; aber ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο, sie ertönten säuselnd von den Aesten herab, Luc. V. Hist. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡρίζω: συρίζω ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ ὅπως δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., ψιθυρίζω ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… μέλη ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. ἀποσυρίζω τινά, ἀπελαύνω αὐτὸν μετὰ συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.

French (Bailly abrégé)

siffler fortement ; Pass. être sifflé en parl. d'un air.
Étymologie: ἀπό, συρίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποσῡρίζω)
silbar, chiflar μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280, cf. Mac.Magn.Apocr.2.19 (p.33.7)
en v. med. sonar como un silbido ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων ... μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.VH 2.5.

Greek Monolingual

ἀποσυρίζω (Α)
1. σφυρίζω αμέριμνα
2. (-ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»].

Greek Monotonic

ἀποσῡρίζω: μέλ. -ξω, σφυρίζω ηχηρά εξαιτίας έλλειψης σκέψης, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., ψιθυρίζω και ο ψίθυρος ηχεί ως σφύριγμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσῡρίζω:
1) свистеть, посвистывать HH;
2) pass. насвистываться, т. е. раздаваться (о птичьем пении) (ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.).

Middle Liddell


to whistle aloud for want of thought, Hhymn.:—Pass. to sound like whistling, Luc.