ἁρματήλατος

From LSJ
Revision as of 14:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτήλᾰτος Medium diacritics: ἁρματήλατος Low diacritics: αρματήλατος Capitals: ΑΡΜΑΤΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: harmatḗlatos Transliteration B: harmatēlatos Transliteration C: armatilatos Beta Code: a(rmath/latos

English (LSJ)

ον, A driven round by a chariot or wheel, of Ixion, E.HF1297 Musgr. (-την codd.). 2 ὁδὸς ἁρματήλατος road for chariots, Archyt. ap. Iamb.Protr. 4.

German (Pape)

[Seite 355] vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματήλᾰτος: -ον, ὁ περιελαυνόμενος, ὁ δινούμενος, ὁ προσδεδεμένος ἐπὶ τροχοῦ καὶ περιστρεφόμενος, καὶ τὸν ἁρματήλατον Ἰξίον’ ἐν δεμοῖσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1297 2) ὁδὸς ἁρμ. ὁδὸς ἁμαξιτός, ὁδὸς δι’ ἁρματηλασίαν, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où les chars peuvent passer;
2 qui tourne avec la roue litt. poussé comme une roue de char.
Étymologie: ἅρμα, ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτήλᾰτος) -ον
1 llevado por una rueda Ἰξίων E.HF 1297.
2 que permite el paso de carros ὁδός carretera fig., Ps.Archyt.Pyth.Hell.45.1.

Greek Monolingual

ἁρματήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.)
2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἁρματήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), περιστρεφόμενος από τους τροχούς του άρματος, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτήλᾰτος: кружащийся на колесе или наподобие колеса (Ἰξίων Eur.).

Middle Liddell

ἐλαύνω
driven round by a wheel, of Ixion, Eur.

English (Woodhouse)

broken on the wheel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)