Ixion
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English > Greek (Woodhouse)
Ἰξίων, -ονος, or say, son of Phlegyas.
Latin > English (Lewis & Short)
Ixīon: ŏnis, m., = Ἰξίων,>
I the son of Phlegyas (acc. to others, of Antion or of Jupiter), king of the Lapithæ in Thessaly, and father of Pirithoüs. He murdered his father-in-law, to avoid paying the nuptial presents; and as no one would absolve him after such a deed, Jupiter took him into heaven and there purified him. When, notwithstanding this, he made an attempt on the chastity of Juno, Jupiter substituted for her an image of cloud, with which he begat the Centaurs; but having boasted of his imaginary criminal success with Juno, Jupiter hurled him into Tartarus, where he was bound fast to an ever-revolving wheel, Ov. M. 4, 465; 10, 42; Verg. A. 6, 601: Ixione natus, i. e. Pirithoüs, Ov. M. 12, 210: Ixione nati, the Centaurs. id. ib. 12, 504.—
II Derivv.
A Ixīŏnĭus (-onĕus), a, um, adj., of or belonging to Ixion: Ixionei rota orbis, Verg. G. 4, 484: Ixionii amici, Lampr. Heliog. 24.—
B Ixīŏnĭdes, ae, m., son of Ixion, i. e. Pirithoüs, Prop. 2, 1, 38.—In plur.: Ixīŏnĭdae, ārum, the Centaurs, Luc. 6, 386; Ov. M. 8, 566.
Latin > French (Gaffiot 2016)
Ixīōn,¹³ ŏnis, m. (Ἰξίων), roi des Lapithes, condamné par Jupiter à être attaché à une roue tournant sans fin : Virg. En. 6, 601 ; Ov. M. 4, 465 || -ŏnĭdēs, æ, m., Prop. 2, 1, 38, fils d’Ixion, Pirithoüs || -ŏnĭus, a, um, d’Ixion : Virg. G. 4, 484.
Latin > German (Georges)
Ixīōn, onis, m. (Ιξίων), König der Lapithen in Thessalien, Vater des Pirithous, zur Strafe für seinen unkeuschen Umgang mit der Juno (in dem er mit ihrer Wolkengestalt die Zentauren zeugte) in der Unterwelt an ein sich immer drehendes Rad gebunden, Ov. met. 4, 461. Verg. Aen. 6, 601 Schaper (von Ribbeck eingehakt). Hyg. fab. 62: Ixione natus, Pirithous, Ov. met. 12, 210: matre deā et Ixione nati, die Zentauren, Ov. met. 12, 504. – Dav.: A) Ixīonius, a, um (Ἰξιόνιος), ixionisch, orbis, Verg.: scherzh., amici, an ein Rad gebundene, Lampr. – B) Ixīonidēs, ae, m. (Ἰξιονίδης), der Ixionide (Sohn Ixions), v. Pirithous, Prop. u. Ov.: Plur. Ixionidae, v. den Zentauren, Lucan.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Ixion (/ɪkˈsaɪ.ən/ ik-SY-ən; Greek: Ἰξίων, gen.: Ἰξίονος means 'strong native') was king of the Lapiths, the most ancient tribe of Thessaly.
Ixion was the son of Ares, or Leonteus, or Antion and Perimele, or the notorious evildoer Phlegyas, whose name connotes "fiery". Peirithoös was his son (or stepson, if Zeus were his father, as Zeus claims to Hera in Iliad 14).
Ixion married Dia, a daughter of Deioneus (or Eioneus), and promised his father-in-law a valuable present. However, he did not pay the bride price, so Deioneus stole some of Ixion's horses in retaliation. Ixion concealed his resentment and invited his father-in-law to a feast at Larissa. When Deioneus arrived, Ixion pushed him into a bed of burning coals and wood. These circumstances are secondary to the fact of Ixion's primordial act of murder; it could be accounted for quite differently: in the Greek Anthology (iii.12), among a collection of inscriptions from a temple in Cyzicus, is an epigrammatic description of Ixion slaying Phorbas and Polymelos, who had slain his mother, Megara, the "great one".
Wikipedia EL
Στην ελληνική μυθολογία, ο Ιξίων (Ιξίωνας) ήταν ένας από τους Λαπίθες, Βασιλιάς της Θεσσαλίας (με έδρα πιθανόν την Ιωλκό) και γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηιονέα ή Δηίονα, υιού του Αιόλου, Βασιλέα της Φωκίδας. Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αλλά αθέτησε την υπόσχεσή του. Ο Δηϊονεύς σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίωνα. Ο τελευταίος απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα. Μόλις έφτασε ο Δηϊονέας, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες Νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν οι πάντες. Σκοτώνοντας τον πεθερό του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος στην ελληνική μυθολογία που σκότωσε συγγενή του. Η τιμωρία που επέσειε κάτι τέτοιο ήταν τρομερή.
Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι ποιου σημείου έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο - θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες). Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ' έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο.
Ο μύθος του Ιξίωνα μνημονεύεται από τον Αριστοτέλη, Περί Ουρανού, τον Διόδωρο Σικελιώτη, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο (Γεωργικά, 4 και Αινειάδα, 6), καθώς και από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις, 12.
Translations
bg: Иксион; bn: ইক্সায়ন; br: Iksion; bs: Iksion; ca: Ixíon; cs: Ixión; da: Ixion; de: Ixion; el: Ιξίων; en: Ixion; eo: Iksiono; es: Ixión; et: Ixion; eu: Ixion; fa: ایکسیون; fi: Iksion; fr: Ixion; gl: Ixión; hr: Iksion; id: Iksion; it: Issione; ja: イクシーオーン; ko: 익시온; la: Ixion; lt: Iksionas; mk: Иксион; nl: Ixion; pl: Iksjon; pt: Íxion; ru: Иксион; sh: Iksion; sk: Ixión; sl: Iksion; sr: Иксион; sv: Ixion; tr: İksion; uk: Іксіон; vi: Ixion; zh: 伊克西翁