ἁδρόομαι
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.
Spanish (DGE)
desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
Greek Monotonic
ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).