ἐκδοχεῖον
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
τό, reservoir, tank, J.BJ1.15.1, Peripl.M.Rubr. 27.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -ίον AP 14.60.2
1 depósito, receptáculo del cuerpo, ref. a la sepultura, Demetr.Lac.Herc.1012.41.11 (dud.), c. gen. obj. τῆς λείας I.BI 4.512, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐ. ref. a una tablilla AP l.c., πᾶς δ' ὁ γεννώμενος ἐν τῇ χώρᾳ λίβανος εἰς αὐτὴν ὥσπερ ἐ. εἰσάγεται Peripl.M.Rubri 27, τῶν ἐκκρίσεων τὰ ἐκδοχεῖα los recipientes de excrementos Clem.Al.Paed.2.3.39
•fig. ἐ. πάντων τὸ ἱερὸν γέγονεν I.BI 5.402, ἡ ἀκοὴ ... ὥς φησιν Δημόκριτος «ἐ. μύθων οὖσα» Porph.in Harm.32.10 (= Democr.A 126a), cf. Iren.Lugd.Haer.1.14.1.
2 depósito, almacén, ID 1416B.1.4, 1417C.15 (ambas II a.C.).
3 cisterna, aljibe τό τε ὑδραγώγιον καὶ τὸ ἐ. ... κατασκευάσασα IBeroeae 40.6 (II d.C.), cf. ILaod.Lyk.12 (I d.C.), SEG 43.791.3 (Éfeso I d.C.), I.BI 3.186, τῶν γὰρ ἐκδοχείων ὕδατος ἀναπλησθέντων I.BI 1.287, cf. AI 14.391, exceptorium, Gloss.2.289.
German (Pape)
[Seite 758] τό, der Behälter, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδοχεῖον: τό, δοχεῖον, δεξαμενή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «ἐκδοχεῖον, τὸ ταμεῖον»· προσέτι, ἐκδόχιον, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐκδόχιον Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
réservoir, récipient, d'où
1 citerne;
2 c. ἀμίς.
Étymologie: ἐκδοχή.