ἐνουράνιος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ᾰ], ον, in heaven, heavenly, AP9.223 (Bianor), Poll. 1.23; ἀνάγκη Sammelb.5620.9.
German (Pape)
[Seite 850] im Himmel, himmlisch, οἰωνοί Bian. 10 (IX, 223).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουράνιος: -ον, ὁ, = ὁ ἐν οὐρανῷ ὤν, Ἀνθ. Π. 9. 223, Πολυδ. Α΄, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
céleste.
Étymologie: ἐν, οὐρανός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que está o reside en el cielo, αἰετός, οἰωνῶν μοῦνος ἐ. AP 9.223 (Bianor), αἰθήρ Heraclit.All.58
•celestial de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., Ἀπόλλων κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. δύναμις ἀγγέλων PMag.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος ἀνά<γ>κην del dios-león egipcio IBrooklyn 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.Fr.29.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐνουράνιος, -ον) ουράνιος
αυτός που βρίσκεται στον ουρανό.
Greek Monotonic
ἐνουράνιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, επουράνιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνουράνιος: небесный (οἰωνοί Anth.).