ζευγάριον
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim.of ζεῦγος, a puny pair or team, especially of oxen, Ar.Av.582; ζ. βοεικόν Id.Fr.109; βοοῖν ib.387, cf. PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1137] τό, dim. von ζεῦγος, kleines, schlechtes Gespann, Ar. Av. 583 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγάριον: ᾰ, τὸ, ὑποκορ. τοῦ ζεῦγος, μικρὸν ζεῦγος, ἰδίως ἐπὶ βοῶν (ἀροτήρων), Ἀριστοφ. Ὄρν. 582· ζ. βοεικὸν ὁ αὐτὸς Ἀποσπ. 163· βοοῖν αὐτόθι 344.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais petit attelage, mauvaise paire de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος.
Greek Monotonic
ζευγάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ζεῦγος, μικρό ζεύγος (λέγεται για ζεύγος νεαρών βοδιών που ζεύονται στο αλέτρι), σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευγάριον -ου, τό [ζεῦγος] klein wagenspan. Aristoph. Av. 582.
Russian (Dvoretsky)
ζευγάριον: (ᾰ) τό жалкая запряжка, пара тщедушных волов Arph.
Middle Liddell
ζευγᾰ́ριον, ου, τό,
Dim. of ζεῦγος, a puny team, Ar.