ζυγοφόρος

From LSJ
Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζυγοφόρος Medium diacritics: ζυγοφόρος Low diacritics: ζυγοφόρος Capitals: ΖΥΓΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: zygophóros Transliteration B: zygophoros Transliteration C: zygoforos Beta Code: zugofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing the yoke, πῶλος E. HF 121 (lyr., -ηφόρος codd.); ἵπποι Plu. 2.524a; elsewhere in poet. form ζυγηφόρος.

German (Pape)

[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le joug.
Étymologie: ζυγόν, φέρω.

Greek Monolingual

ζυγοφόρος, -ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, αχθοφόρος.

Greek Monotonic

ζῠγοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ζυγό, λέγεται για τα ζώα που έχουν ζευχθεί σε ζυγό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοφόρος: несущий ярмо, подъяремный (πῶλος Eur.; ἵππος Plut.).

Middle Liddell

ζῠγο-φόρος, ον φέρω
bearing the yoke, Eur.