εὐπατέρεια
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ἡ, (πατήρ) A daughter of a noble sire, epithet of Helen, Il. 6.292, Od.22.227; of Tyro, 11.235; ἑταῖραι Mosch.2.29, cf. A.R.1.570, AP9.688. 2 of places, belonging to a noble father, αὐλά E. Hipp.68 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1087] ἡ, Tochter eines edlen Vaters, Helena, Il. 6, 292 Od. 22, 227; Τυρώ 11, 235; so öfter bei sp. D. Artemis, Ap. Rh. 1, 569; δίκη Macedon. 38 (XI, 380); ἑταῖραι M, sch. 2, 29. – Eur. Hipp. 67 αὐλά, Hof eines edlen Vaters. Vgl. Elmsl. zu I. T. 1082.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰτέρεια: ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ εὔπατρις, θυγάτηρ εὐγενοῦς πατρός, ἐπίθ. τῆς Ἐλένης, Ἰλ. Ζ. 292, Ὀδ. Χ. 227· τῆς Τυροῦς, Λ. 235, πρβλ. Μόσχ. 2. 29. 2) ἐπὶ τόπων, ἀνήκων εἰς εὐγενῆ πατέρα, αὐλά Εὐρ. Ἱππ. 98.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fille d'un père illustre;
2 qui appartient à un père illustre.
Étymologie: εὐπάτωρ.
English (Autenrieth)
daughter of a noble father, epithet of Helen and Tyro, Il. 6.292, Od. 11.235.
Spanish
hija de un padre noble, noble por nacimiento
Greek Monotonic
εὐπᾰτέρεια: ἡ (πατήρ),·
1. κόρη ευγενή πατέρα, σε Όμηρ.
2. λέγεται για τόπους, αυτή που ανήκει σε ευγενή πατέρα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπᾰτέρεια: adj. f
1) происходящая от славного отца (Ἑλένη Hom. - v.l. Ἄρτεμις);
2) принадлежащая славному отцу (αὐλά Eur.).
Middle Liddell
εὐ-πᾰτέρεια, ἡ, πατήρ
1. daughter of a noble sire, Hom.
2. of places, of a noble father, Eur.